Ἄτραξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτρακα — Ἄτραξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτρακας — Ἄτραξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτρακες — Ἄτραξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτρακος — Ἄτραξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТРАКС — • Atrax, Άτραξ, город Перрайбов в Фессалии на Пенее повыше Ларисы. Со времен императоров славился особого рода зеленым с белыми пятнышками мрамором, который добывался в окрестностях города и составлял предмет значительной торговли.… … Реальный словарь классических древностей
Atrax — ATRAX, ăcis, Gr. Ἄτραξ, ακος, der Cänis Vater, welche Neptunus in ein Mannsvolk verwandelte. Ant. Liberal. c. 16 … Gründliches mythologisches Lexikon
Atrax [1] — ATRAX, ăcis, (⇒ Tab. III.) des Peneus und der Bura Sohn, welcher die Stadt Atracia in Thessalien erbauete, und selbiger von sich den Namen gab. Steph. Byz. in Ἄτραξ … Gründliches mythologisches Lexikon
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Πελασγιώτις — Μία από τις 4 μοίρες της αρχαίας Θεσσαλίας. Η Π. αντιστοιχεί, περίπου με τον σημερινό νομό Λάρισας· τα όριά της όμως στην αρχαία εποχή προεκτείνονταν A μέχρι τον Παγασητικό κόλπο, ενώ BΔ έφταναν μέχρι τη γραμμή Πηνειού ΄Οσσας, χωρίς να… … Dictionary of Greek